- χαρτοθέτης
- ο, θηλ. χαρτοθέτρια, Ν1. (παλαιότερα) εργάτης τυπογραφείου που τροφοδοτούσε με φύλλα χαρτιού το πιεστήριο κατά την εκτύπωση2. χαρτοθήκη ζωγράφων ή σχεδιαστών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + -θέτης (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο-θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.